- αγγελτήριο
- το [αγγέλω]έντυπο που αναγγέλλει κάποιο κοινωνικό γεγονός (βάφτιση, γάμο, κηδεία κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελτήριο — το μικρό έντυπο με το οποίο αναγγέλλεται γάμος, βάφτιση, θάνατος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
αναγγελία — η (Α ἀναγγελία) [ἀναγγέλλω] νεοελλ. 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση 2. αγγελτήριο γράμμα ή έντυπο αρχ. δημόσια ανακήρυξη ή προκήρυξη … Dictionary of Greek
νεκρώσιμος — η, ο (ΑΜ νεκρώσιμος, ον) [νέκρωσις] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό («νεκρώσιμη ακολουθία» ειδική ιερή ακολουθία που αποτελείται από κατανυκτικά τροπάρια, ευχές και ψαλμούς και τελείται κατά την κηδεία νεκρού) νεοελλ. 1. νεκρικός… … Dictionary of Greek
ειδοποίηση — η 1. προφορική ή έγγραφη γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία. 2. το έγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κάποιος, ειδοποιητήριο, αγγελτήριο: Πήρα σήμερα ειδοποίηση από την εφορία. 3. δημόσια αγγελία με πληρωμή ή όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρώσιμος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο νεκρό: Νεκρώσιμη ακολουθία. 2. το ουδ. ως ουσ., νεκρώσιμο αγγελτήριο θανάτου ή κηδείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)